- εκβιώ
- ἐκβιῶ (-όω) (AM)μσν.πεθαίνωαρχ.συμπληρώνω έτος τής ηλικίας μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek
συνεκβιώ — όω, Α ζω μέχρι τέλους με κάποιον ή με κάτι («τῷ συνεκβεβιωκέναι τῇ λύπῃ», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβιῶ «ζω μέχρι τέλους, πεθαίνω»] … Dictionary of Greek